ελληνολατινικός

ελληνολατινικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και στους Λατίνους ή στη γλώσσα, στον πολιτισμό και στην παράδοση Ελλήνων και Λατίνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ελληνολατινικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Λατίνους, ο ελληνικός και ο λατινικός ταυτόχρονα. 2. φρ., «ελληνολατινικό λεξικό», λεξικό της ελληνικής γλώσσας με ερμηνεύματα στη λατινική (σε αντίθεση με το λατινοελληνικό λεξικό) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”